- επικίνημα
- ἐπικίνημα, τὸ και ἐπικίνησις, ἡ (Α) [ἐπικινώ]η κίνηση προς τα εμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικίνημα — onward motion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικινήματα — ἐπικίνημα onward motion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικινήματι — ἐπικίνημα onward motion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)